εντειχίζω

εντειχίζω

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Смотреть что такое "εντειχίζω" в других словарях:

  • ἐντειχίζω — build pres subj act 1st sg ἐντειχίζω build pres ind act 1st sg ἐντειχίζω build pres subj act 1st sg ἐντειχίζω build pres ind act 1st sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • εντειχίζω — ἐντειχίζω (AM) 1. τειχίζω, οχυρώνω («ἐν δὲ ταῑς πόλεσι ἀκροπόλεις ἐντειχίζειν», Ισοκρ.) 2. μέσ. ἐντειχίζομαι α) περιβάλλω με τείχος, οχυρώνω β) περιορίζω μέσα στο τείχος, πολιορκώ …   Dictionary of Greek

  • εντειχίζω — εντείχισα, εντειχίστηκα, εντειχισμένος, μτβ., προσαρμόζω κάτι μέσα σε τείχος ή σε τοίχο, εντοιχίζω: Στο σπίτι του ποιητή υπάρχει εντειχισμένη αναμνηστική πλάκα …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ἐντειχισάντων — ἐντειχίζω build aor part act masc/neut gen pl ἐντειχίζω build aor imperat act 3rd pl ἐντειχίζω build aor part act masc/neut gen pl ἐντειχίζω build aor imperat act 3rd pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐντετειχισμένα — ἐντειχίζω build perf part mp neut nom/voc/acc pl ἐντετειχισμένᾱ , ἐντειχίζω build perf part mp fem nom/voc/acc dual ἐντετειχισμένᾱ , ἐντειχίζω build perf part mp fem nom/voc sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐντειχιζόμενοι — ἐντειχίζω build pres part mp masc nom/voc pl ἐντειχίζω build pres part mp masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐντειχισάμενοι — ἐντειχίζω build aor part mid masc nom/voc pl ἐντειχίζω build aor part mid masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐντειχίζειν — ἐντειχίζω build pres inf act (attic epic) ἐντειχίζω build pres inf act (attic epic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐντειχίζεται — ἐντειχίζω build pres ind mp 3rd sg ἐντειχίζω build pres ind mp 3rd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐντειχίσασθαι — ἐντειχίζω build aor inf mid ἐντειχίζω build aor inf mid …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐντειχίσοιεν — ἐντειχίζω build fut opt act 3rd pl ἐντειχίζω build fut opt act 3rd pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»